Η ελληνική κυβέρνηση τηρεί συγκρατημένη στάση, περιμένοντας την αντίδραση της Ε.Ε., καθώς δεσμεύεται από τις κοινοτικές εμπορικές πολιτικές. Εντός της εβδομάδας προγραμματίζεται κυβερνητική σύσκεψη, όπου θα εξεταστούν όλα τα σενάρια και οι πιθανοί τρόποι αντιμετώπισης των νέων εμπορικών δεδομένων που διαμορφώνει η αμερικανική πολιτική.
Παρά την αβεβαιότητα, η ελληνική κυβέρνηση δεν εμφανίζεται ιδιαίτερα ανήσυχη για τις άμεσες συνέπειες των δασμών, καθώς οι εξαγωγές προς τις ΗΠΑ ανέρχονται σε περίπου 2 δισ. ευρώ – ποσό που αντιστοιχεί σε μόλις 1% του ΑΕΠ. Το μέγεθος αυτό δεν θεωρείται ικανό να προκαλέσει σοβαρούς κραδασμούς στην οικονομία, η οποία συνεχίζει να κινείται σε αναπτυξιακή πορεία.
Ωστόσο, η μεγάλη ανησυχία αφορά τις έμμεσες συνέπειες. Η οικονομική επιβάρυνση των ευρωπαϊκών χωρών που εξάγουν μαζικά στις ΗΠΑ μπορεί να μειώσει τα διαθέσιμα εισοδήματα και, κατ’ επέκταση, να επηρεάσει τη ζήτηση για τουριστικές υπηρεσίες – έναν από τους βασικούς πυλώνες ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Ενώ η Ελλάδα έχει εμπορικό πλεόνασμα μόλις 610,5 εκατ. ευρώ από τις συναλλαγές της με τις ΗΠΑ (κυρίως λόγω τροφίμων), άλλες ευρωπαϊκές χώρες κινδυνεύουν πολύ περισσότερο από έναν εμπορικό πόλεμο με την Ουάσινγκτον.
- Γερμανία: Με εξαγωγές στις ΗΠΑ που ξεπερνούν τις εισαγωγές της κατά 85,7 δισ. ευρώ, η γερμανική βιομηχανία (κυρίως αυτοκινητοβιομηχανία και βαριά βιομηχανία) είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένη.
- Ιταλία: Το εμπορικό της πλεόνασμα έναντι των ΗΠΑ αγγίζει τα 42 δισ. ευρώ, κυρίως από μηχανολογικό εξοπλισμό, μόδα, χημικά και αγροτικά προϊόντα.
- Ιρλανδία: Με πλεόνασμα 29,4 δισ. ευρώ, εξαρτάται έντονα από τις εξαγωγές φαρμακευτικών, καλλυντικών και τεχνολογικών προϊόντων προς τις ΗΠΑ.
Οι χώρες αυτές είναι πιθανό να βρεθούν στο στόχαστρο αυξημένων αμερικανικών δασμών, γεγονός που μπορεί να προκαλέσει αναταράξεις στην ευρωπαϊκή οικονομία και κατ’ επέκταση να επηρεάσει και την Ελλάδα.
Το μεγαλύτερο ρίσκο δεν προέρχεται από τις άμεσες εμπορικές σχέσεις της Ελλάδας με τις ΗΠΑ, αλλά από τις έμμεσες επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή αγορά. Αν οι μεγάλες οικονομίες της Ε.Ε. υποστούν απώλειες, τότε το οικονομικό κλίμα θα επιδεινωθεί, επηρεάζοντας:
- Τουρισμό: Μειωμένη καταναλωτική δύναμη στις χώρες-πελάτες της Ελλάδας μπορεί να πλήξει τον τουρισμό, έναν από τους πιο δυναμικούς κλάδους της οικονομίας.
- Βιομηχανικά προϊόντα: Αν οι κινεζικές επιχειρήσεις, λόγω δασμών στις ΗΠΑ, ανακατευθύνουν τις εξαγωγές τους προς την Ευρώπη, η ελληνική βιομηχανία ενδέχεται να αντιμετωπίσει εντονότερο ανταγωνισμό.
- Ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον: Οι παγκόσμιες εμπορικές εντάσεις μπορεί να οδηγήσουν σε περιορισμό των επενδύσεων και επιβράδυνση της ανάπτυξης, με επιπτώσεις σε όλη την Ευρώπη.
Η ελληνική κυβέρνηση εκτιμά ότι οι καλύτερες άμυνες απέναντι στους εμπορικούς κλυδωνισμούς είναι η ενίσχυση της εγχώριας οικονομίας και η διαφοροποίηση των παραγωγικών τομέων. Σύμφωνα με στέλεχος του οικονομικού επιτελείου, η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να επικεντρώνεται σε:
- Τη μείωση του επενδυτικού κενού, ώστε να προσελκύσει περισσότερες ξένες επενδύσεις.
- Την αύξηση της παραγωγικότητας, ώστε να καταστήσει τις ελληνικές επιχειρήσεις πιο ανταγωνιστικές.
- Τη διαφοροποίηση της παραγωγικής βάσης, μειώνοντας την εξάρτηση από λίγους τομείς, όπως ο τουρισμός.
- Την ενίσχυση των τεχνολογικών εξαγωγών, αξιοποιώντας τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της χώρας.
- Την εδραίωση της Ελλάδας ως ενεργειακού κόμβου, ώστε να εξάγει περισσότερη ενέργεια και να εκμεταλλευτεί τη γεωστρατηγική της θέση.
Η κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-ΕΕ παραμένει αβέβαιη, ωστόσο η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, προωθώντας έναν μακροπρόθεσμο σχεδιασμό που θα θωρακίσει την οικονομία της χώρας.
Η ελληνική οικονομία μπορεί να μην είναι άμεσα εκτεθειμένη στους δασμούς των ΗΠΑ, αλλά η επίδραση στον τουρισμό, τις επενδύσεις και το γενικότερο οικονομικό κλίμα της Ευρώπης είναι πιθανό να δημιουργήσει προκλήσεις.
Το βασικό ζητούμενο είναι η διαχείριση των έμμεσων επιπτώσεων μέσω ενός ισχυρού αναπτυξιακού πλαισίου που θα εστιάζει σε επενδύσεις, καινοτομία και διαφοροποίηση της οικονομίας. Η Ελλάδα οφείλει να κινηθεί στρατηγικά, ενισχύοντας τη διεθνή της θέση και μειώνοντας την εξάρτησή της από παράγοντες που δεν ελέγχει.